- χρονίζω
- ΝΜΑ [χρόνος](αμτβ.)1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος3. διαρκώ πολύαρχ.1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.)2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς πολιορκίας», Διόδ.)3. (με κατηγ. μτχ.) εξακολουθώ να κάνω κάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα4. (για κρασί) είμαι ή γίνομαι παλαιός5. παθ. χρονίζομαια) επιμηκύνομαι, παρατείνομαι («χρονιζομένην δ' εὔνοιαν καὶ εἰς συνήθειαν ἀφικνουμένην γίνεσθαι φιλίαν», Αριστοτ.)β) (για πρόσ.) γερνώγ) γίνομαι πρόσκαιρος, προσωρινός.
Dictionary of Greek. 2013.